φαίδρυνα

φαίδρυνα
φαίδρῡνα , φαιδρύνω
make bright
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαιδρύνω — φαίδρυνα, φαιδρύνθηκα 1. κάνω κάποιον φαιδρό, χαροποιώ. 2. προκαλώ φαιδρότητα: Με τα αστεία του φαίδρυνε τη συντροφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαιδρύνω — φαιδρύνω, φαίδρυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”